- Πόντιος
- Πόντιος, ο θηλ. -ια αυτός που κατάγεται από την περιοχή του Πόντου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόντιος — of the sea masc nom sg πόντιος of the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… … Dictionary of Greek
Πόντιος — Πόντις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιλάτος Πόντιος — Ρωμαίος επίτροπος στην Ιουδαία, που είχε επικυρώσει τη θανατική καταδίκη του Ιησού Χριστού. Είχε διοριστεί από τον Τιβέριο ως πέμπτος επίτροπος από τότε που είχε αρχίσει η ρωμαϊκή κατοχή στην Ιουδαία για τη δεκαετία 26 36 μ.Χ. Πιθανολογείται η… … Dictionary of Greek
ποντίω — πόντιος of the sea masc/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/neut gen sg (doric aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντιον — πόντιος of the sea masc acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg πόντιος of the sea masc/fem acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντίων — πόντιος of the sea fem gen pl πόντιος of the sea masc/neut gen pl πόντιος of the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντίοις — πόντιος of the sea masc/neut dat pl πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντίοισι — πόντιος of the sea masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποντίου — πόντιος of the sea masc/neut gen sg πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)